- αργομισθία
- η синекура
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αργομισθία — η το να είναι κανείς αργόμισθος (βλ. λ.), η θέση και ο μισθός του αργόμισθου: Ζητούσε από το νέο δήμαρχο όχι δουλειά, αλλά αργομισθία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αργομισθία — η 1. μισθοδοσία χωρίς να προσφέρεται υπηρεσία 2. ο μισθός τον οποίο παίρνει ο αργόμισθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργόμισθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek